αναπνευστήριο

αναπνευστήριο
το
αυτό, με το οποίο γίνεται είσοδος αέρα, αερισμός, ο αεριστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπνευστήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”